-
1 штраф
το πρόστιμ/ο, η τιμωρία- για καθυστέρηση της φορτοεκφόρτωσης (πλοίου, τρένου κ.λπ.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > штраф
-
2 взимать
взимать εισπράττω· \взимать таможенный сбор εισπράττω τελωνειακό δασμό· \взимать штраф εισπράττω πρόστιμο* * *взима́ть тамо́женный сбор — εισπράττω τελωνειακό δασμό
взима́ть штраф — εισπράττω πρόστιμο
-
3 тариф
η διατίμηση, το κόμιστρο, το τιμολόγιο, το δασμολόγιο, разг. η ταρίφα (ξεν.)грузовой ав. - (μεταφοράς) φορτίουпассажирский ав. - μεταφοράς επιβατώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тариф